- ἥμενοι
- ἧμαιes-perf part mid masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίκταρ — (I) ἴκταρ (Α) επίρρ. 1. με ένα χτύπημα, ταυτόχρονα («κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ», Ησίοδ.) 2. τοπ. πολύ κοντά («ἥμενοι Διὸς ἴκταρ», Αισχύλ.) 3. ως ουσ. «τὸ ἴκταρ» το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ουδέτερο το οποίο έγινε επίρρημα και ετυμολογικά… … Dictionary of Greek
ρινός — ἡ και ὁ, Α 1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.) 2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ ἀπ ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.) 3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ. β … Dictionary of Greek